- οστοφαγώ
- ὀστοφαγῶ, -έω (ΑΜ)τρώω οστά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -φαγῶ (< -φάγος), πρβλ. σαρκο-φαγώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οστό — το (ΑΜ όστοῡν, Α ασυναίρ. τ. ὀστέον, ποιητ. τ. ὀστεῡν, πιθ. αιολ. τ. ὄστιον) υπόλευκο και σκληρό όργανο, ένα από τα στοιχεία τού σκελετού τού ανθρώπου και τών σπονδυλοζώων, το κόκαλο νεοελλ. φρ. α) «παίρνω σάρκα και οστά» (για ιδέα, προσπάθεια ή… … Dictionary of Greek